- χρονομέτρηση
- [-ις (-εως)], χρονομέτρία η хронометрия, хронометраж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρονομέτρηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρονομετρώ, η διεργασία μέτρησης τής χρονικής διάρκειας μιας ενέργειας ή ενός έργου με τη χρήση χρονομέτρου ή άλλου τρόπου ή μέσου μεγάλης ακριβείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
χρονομέτρηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρονομετρώ, η ακριβής μέτρηση του χρόνου με χρονόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… … Dictionary of Greek
χρονογραφία — η, ΝΜΑ [χρονογράφος] νεοελλ. 1. αφήγηση ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά, χρονικό 2. η συγγραφή χρονογραφημάτων 3. φυσ. (παλ. όρος) χρονομέτρηση νεοελλ. μσν. 1. φιλολογικό είδος με χαρακτήρα λαϊκής συνοπτικής γενικής ιστορίας 2. ως κύριο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek